θέλημα

θέλημα
το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω]
θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου»)
νεοελλ.
1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα»)
2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι έρχεται οπίσω γέρος» — για νωθρούς και δυσκίνητους
νεοελλ.-μσν.
συναίνεση, συγκατάθεση («πες μου αν αυτό έγινε με το θέλημα σου»)
μσν.
1. εντολή, παραίνεση, συμβουλή
2. σκέψη, γνώμη, διάθεση
3. εξουσία, διάκριση, δικαιοδοσία
4. αίτημα, εκδούλευση, χάρη
αρχ.
ευχαρίστηση («οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — το, ατος 1. επιθυμία: Ήτανθέλημα του πατέρα μου να γίνω γιατρός. 2. παραγγελία: Κάνει θελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκεῖ ἐν μεγάλοις καὶ τὸ θέλημα μόνον. — См. Попытка, не пытка, а спрос не беда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θεληματίζω — [θέλημα] αναθέτω σε κάποιον θέλημα, μικρή υπηρεσία, παραγγελία …   Dictionary of Greek

  • θελημάτων — θέλημα will neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασι — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασιν — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήματα — θέλημα will neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”